- ἡμέρους
- ἥμεροςtamemasc acc plἡμερόωtameimperf ind act 2nd sgἡμερόωtameimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημεροτοκώ — ἡμεροτοκῶ, έω (Α) παράγω ήμερους καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + τοκώ (< τοκος < τίκτω), πρβλ. α τοκώ, ευ τοκώ] … Dictionary of Greek